- κατατεθαρρηκότως
- κατατεθαρρηκότως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Act. of καταθαρρέω,A boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατατεθαρρηκότως — (Α) επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. τού ρ. καταθαρρώ] … Dictionary of Greek
κατατεθαρρηκότως — boldly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)